-
1 προβάλλω
Aπροβάλεσκον Od. 5.331
: Hom. has only [tense] aor. [voice] Act. and [voice] Med. without augm.:— throw or lay before, throw to, Νότος Βορέῃ προβάλεσκε [σχεδίην] φέρεσθαι l.c.;τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε Hdt.9.112
;τρωγάλια τοῖς θεωμένοις Ar.Pl. 798
;πυροὺς ὀλίγους π. Id.Av. 626
;π. τινὰ ταῖς Νύμφαις Pl.Phdr. 241e
; ἀνδρὶ δέμας, of a woman, E.Cret.6: without dat.,π. ἀκήδευτα τὰ σώματα Plu.Per.28
.II put forward,π. πρόβλημα Pl.Sph. 261a
; ἄμφω τὰ δεξιὰ προβεβληκώς, of a horse, Arist.Po. 1460b19 (also [voice] Med., );χλαμύδα ἀλώπεκι Paus.4.18.6
;π. αὐτὸν ἐς τὸ μέσον Luc.Cat.25
: metaph.,ἀγαθὴν ἐλπίδα π. σαυτῷ Men.572
:—[voice] Pass., v. infr. B.111.1.b in obstetrics, present, [voice] Act. and [voice] Pass., Hp.Mul.1.69, Sor.2.60, al.2 ἔριδα προβαλόντες putting forth strife, i.e. striving, Il.11.529.3 put forward as an argument or plea, ; ;τοὔνομα τὸ τῆς εἰρήνης D.9.8
:—[voice] Pass., ;ἐς ἐνθυμίαν αἰεὶ προβαλλόμενος Id.5.16
.4 [voice] Med., put forward, propose for an office,λῃτουργεῖν π. γυμνασίαρχον And.1.132
:—[voice] Pass., v. infr. B.1.4.5 propound a question, task, problem, riddle (cf. πρόβλημα IV), Ar.Nu. 757, Pl.R. 536d; αἴνιγμα, γρῖφον, Id.Chrm. 162b, Antiph.74.5;χαλεπὴν π. ᾱἵρεσιν Pl. Sph. 245b
;εὔσκεπτον σκέψιν π. Id.Phlb. 65d
; ὰπορίαν Arist.Pol. 1283b35: later folld. by interrog. clause,πρόβαλε σαυτῷ τί ἂν ἐποίησεν ἐν τούτῳ Σωκράτης Epict.Ench.33.12
;θεοῦ προβαλόντος πότερον.. Aristid.1.41
J.:—[voice] Pass., προβάλλεται τάδε θεωρῆσαι, περὶ τοῦ κώνου προβεβλημένα ἐστὶ τάδε, Archim.Con.Sph.Praef., Spir.Praef.6 put forth beyond,κάρα.. ὀχημάτων S.El. 740
;τῶν ὀδόντων τὴν γλῶσσαν Aret.SA1.7
;φλέγμα καὶ ἀφρῶδες ἐκ τοῦ στόματος Philum.Ven.1.2
.III expose, give up, π. σφέας αὐτοὺς ὑπὸ τοῦ κακοῦ give themselves up for lost, Hdt.7.141; ;ψυχὴν π. ἐν κύβοισι δαίμονος
hazard, venture,E.
Rh. 183.IV send forth, emit, τράγου ὀσμήν v.l. (for προς- ) in Dsc.4.50;τὴν φωνὴν ὀξεῖαν π. D.S.3.8
;ἦχον τραχύν Id.5.30
, etc.; produce,καρπόν J.AJ 4.8.19
;ἄνθος Aët.12.1
:—[voice] Pass., c. gen., to be emitted from,αἱ τῶν θεῶν δυνάμεις προβεβλημέναι τῶν πρώτων Procl.in Prm.p.552S.
V intr., stick out, of the tongue, Arist.PA 660a24.B [voice] Med. with [tense] pf. [voice] Pass. (used also in pass. sense, v. infr.):— throw or toss before one,οὐλοχύτας προβάλοντο Il.1.458
, al.: hence, throw away, expose, S.Ph. 1017.4 put forward, propose for election, Hdt.1.98, Pl.Lg. 755c sq., X.An.6.1.25, IG22.1343.29, etc.;προβαλλόμενος ἑαυτόν D. 21.15
:—[voice] Pass., Hdt. l.c., Pl.l.c., etc.;προβληθεὶς πυλάγορος οὗτος D. 18.149
, cf.285.5 c. dat. et inf., challenge a person to..,π. μοι [ὀμόσαι] Mitteis Chr.32i14, cf. ii 13(ii B.C.):—[voice] Pass., of the oath, to be proposed as a challenge, ib.ii 25, Sammelb. 5231.9 (i A.D.).II throw beyond, beat in throwing: hence, surpass, excel, c. gen. pers. et dat. rei,ἐγὼ δέ κε σεῖο νοήματί γε προβαλοίμην Il.19.218
.III hold before oneself so as to protect,λαιᾷ ἴτυν Tyrt.15.3
;Πηλεΐδᾳ κατ' ὄμμα πέλταν E.Rh. 370
(lyr.); ; π. τὰ ὅπλα level arms, opp. μεταβάλλεσθαι (cf.προβολή 1
),τὴν φάλαγγα ἐκέλευσε προβαλέσθαι τὰ ὅπλα καὶ ἐπιχωρῆσαι X.An.1.2.17
, cf. 6.5.16, Mem.3.8.4: in [tense] pf. [voice] Pass., σάρισαν προβεβλημένος having his pike advanced, with levelled pike, D.S.17.100;τοὺς θυρεοὺς πρὸ τῶν νώτων.. -βεβλημένοι Arr.Tact.36.1
;εἰκοσάπηχύν τινα προβεβλ. κοντόν Luc.DMort.27.4
; also προβεβλημένοι τοὺς θωρακοφόρους having them to cover one in front, X.Cyr. 6.3.24; π. τάφρον, ποταμόν, of a general, Plb.1.18.3, 2.5.5;π. τῆς.. στρατοπεδείας τεῖχος Id.1.48.10
, etc.;πόλις -βεβλημένη ποταμόν Str. 11.2.17
; π. τὰ θηρία πρὸ τῶν κεράτων, λογχοφόρους τῆς δυνάμεως, Plb.3.72.9, 3.113.6: abs., stand in front, πρὸ ἀμφοῖν προβεβλημένος standing so as to cover both, X.An.4.2.21, cf. Cyr.2.3.10: c. gen.,τούτου προβέβληται Πολύευκτος D.21.139
;προβάλλεσθαι ἢ ἐναντίον βλέπειν οὔτ' οἶδεν οὔτ' ἐθέλει Id.4.40
; προαίρεσις τῆς πολιτείας προβεβλημένη a guarded policy, Id.19.27; πρὸς ἅπαντας -βεβλημένος on one's guard against, Plu. Dio 9:—[voice] Pass.,ἱππῆς προβέβληνται πρὸ τοῦ δεξιοῦ κέρως Arr.Tact.36.2
; κράνη πρὸ τῆς κεφαλῆς π. ib.34.3.2 metaph., put forward,τὴν ἀγαθὴν προβαλλόμενος ἐλπίδα D.18.97
; ταύτην τὴν συμμαχίαν ib.195; τὴν Εὔβοιαν προβαλέσθαι πρὸ τῆς Ἀττικῆς ib.301, cf. 300, Isoc.5.122;τι πρὸ τῆς αἰσχύνης Aeschin.3.11
.b bring forward, cite on one's own part, in defence,τὸν Ὅμηρον π. Pl.La. 201b
;π. μάρτυρας Is.7.3
, etc.; ὁ προβαλόμενος one who has brought evidence, Lex ap.D.46.10; cite as an example, ; use as an excuse or pretext, Th.2.87, etc.; ; π. σκῆψιν, πρόφασιν, Plb.5.56.7, 15.20.3.IV in [dialect] Att. law, accuse a person by προβολή (v. προβολή v), present him as guilty of the offence, (cf. Harp. s.v. προβαλλομένους) ; π. τινά τι ib.28; τινα alone, ib. 175; ὁ προβαλλόμενος the prosecutor in a προβολή, ib. 179:—[voice] Pass., to be accused or presented,προὐβλήθησαν X.HG1.7.35
: generally, attack, censure,τὸ ἔθος D.H.4.24
, cf. Ph.2.137;τοὺς ψευδομένους J.BJ2.8.7
(s. v.l.), cf. Plu.CG14; opp. [full] ἐπαινεῖν, Id.2.18d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προβάλλω
См. также в других словарях:
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
Τoρίτι, Ιάκωβος — (Torriti). Ιταλός καλλιτέχνης ψηφιδογράφος του τέλους του 13oυ αι. Το αριστούργημά του είναι η Στέγη της Παναγίας επιβλητική διακόσμηση της αψίδας της Σάντα Μαρία Ματζόρε στη Ρώμη. Χρονολογείται γύρω στο 1295 και ακολουθεί πιθανότατα παλαιότερο… … Dictionary of Greek
φασισμός — Ιταλικό πολιτικό κίνημα, που ιδρύθηκε στο Μιλάνο στις 23 Μαρτίου 1919 από τον Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος στηρίχτηκε σε αυτό για να καταλάβει την εξουσία και να επιβάλει στην Ιταλία ένα δικτατορικό καθεστώς από το 1922 έως το 1945. Η λέξη φ. (που … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας — Το πολυβραβευμένο αυτό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας ιδρύθηκε το 1964 από τον Άγγελο Ν. Γουλανδρή, με στόχο την προώθηση των φυσικών επιστημών και την ευαισθητοποίηση του ανθρώπου στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Στεγάζεται σε ιδιόκτητο… … Dictionary of Greek